- συσφαιρίζω
- Απαίζω σφαίρα, παίζω μπάλα μαζί με άλλους («συμπιόντες ἅπαξ ἢ συσφαιρίσαντες ἢ συγκυβεύσαντες», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σφαιρίζω «παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα» (< σφαίρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσφαιριζόντων — συσφαιρίζω play at ball together pres part act masc/neut gen pl συσφαιρίζω play at ball together pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσφαιρίζοντα — συσφαιρίζω play at ball together pres part act neut nom/voc/acc pl συσφαιρίζω play at ball together pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσφαιρίζειν — συσφαιρίζω play at ball together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσφαιρίζοντες — συσφαιρίζω play at ball together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσφαιρίσαντες — συσφαιρίζω play at ball together aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσφαιριζούσας — συσφαιριζούσᾱς , συσφαιρίζω play at ball together pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) συσφαιριζούσᾱς , συσφαιρίζω play at ball together pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσφαιριστής — ὁ, Α [συσφαιρίζω] αυτός που παίζει σφαίρα μαζί με άλλον … Dictionary of Greek